Μομφή στα σουηδικά

Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förebråelse, förebrå, smälek, förebråelser, förebrår
Μομφή στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μομφή

μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας σουηδικά, μομφή στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • μολύβι στα σουηδικά - penna, blyertspenna, ritar, rita, blyerts
  • μολύνω στα σουηδικά - besmitta, smitta, infektera, infekterar, infect, smittar
  • μονάδα στα σουηδικά - enhet, enheten, enhets
  • μονή στα σουηδικά - kloster, klostret, abbey, abbeyen
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: förebråelse, förebrå, smälek, förebråelser, förebrår