Μομφή στα πολωνικά

Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krytyka, zarzut, wyrzut, wymówka, hańba, karcenie
Μομφή στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μομφή

μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας πολωνικά, μομφή στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • μολύβι στα πολωνικά - temperówka, piórnik, kredka, ołówek, farbują, pencil, farbujÄ, ...
  • μολύνω στα πολωνικά - zarażać, infekować, skażać, zarazić, zakażać, zanieczyszczać, zainfekować, ...
  • μονάδα στα πολωνικά - część, jedynka, element, segment, agregat, zespół, rozdział, ...
  • μονή στα πολωνικά - klasztor, opactwo, opactwa, abbey, sakralne
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: krytyka, zarzut, wyrzut, wymówka, hańba, karcenie