Ανάστημα στα δανικά
Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bygge, konstruere, statur, vækst, anseelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάστημα
κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας δανικά, ανάστημα στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανάσα στα δανικά - ånde, vejrtrækning, trække vejret, åndedræt, at trække vejret, vejrtrækningen
- ανάσταση στα δανικά - opstandelse, opstandelsen, genopstandelse, genopstandelsen, opstandelsens
- ανάφλεξη στα δανικά - tænding, tændingen, antændelse, antænding, antaendelse
- ανάχωμα στα δανικά - bred, bank, dæmning, dynge, dige, højen, mound, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bygge, konstruere, statur, vækst, anseelse
Μεταφράσεις: bygge, konstruere, statur, vækst, anseelse