Ανάστημα στα ιταλικά

Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fabbricare, edificare, costruzione, costruire, statura, altezza, la statura, levatura, di statura
Ανάστημα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάστημα

κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανάστημα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανάσα στα ιταλικά - alito, lena, fiato, respiro, soffio, etere, respirazione, ...
  • ανάσταση στα ιταλικά - risurrezione, resurrezione, la risurrezione, la resurrezione, della risurrezione
  • ανάφλεξη στα ιταλικά - combustione, accensione, di accensione, avviamento, ignizione, d'accensione
  • ανάχωμα στα ιταλικά - banchina, riva, banca, sponda, argine, accatastare, ciglione, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fabbricare, edificare, costruzione, costruire, statura, altezza, la statura, levatura, di statura