Ανάστημα στα ουγγρικά
Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
termet, termetű, termete, testének állapotjában, testben
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάστημα
κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανάστημα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ανάσα στα ουγγρικά - lélegzet, lélegzés, lélegző, légzés, légzési, légzést
- ανάσταση στα ουγγρικά - feltámadás, kihantolás, exhumálás, feltámadása, feltámadását, feltámadásának, feltámadást
- ανάφλεξη στα ουγγρικά - izzítás, begyújtás, begyulladás, hevítés, gyújtás, gyújtású, gyújtást, ...
- ανάχωμα στα ουγγρικά - országalma, érckibukkanás, földhányás, gurítódomb, sziklapad, pénzintézet, persely, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: termet, termetű, termete, testének állapotjában, testben
Μεταφράσεις: termet, termetű, termete, testének állapotjában, testben