Ανάστημα στα εσθονικά

Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasvama, ehitama, kogunema, väärikus, kasvu, kasv, tähtsus, kasvult
Ανάστημα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάστημα

κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανάστημα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανάσα στα εσθονικά - vihje, hingamine, liigahtus, hingamise, hingamist, hingamisraskused, hingamisaparaadid
  • ανάσταση στα εσθονικά - elluäratamine, ülestõusmine, ülestõusmise, ülestõusmist, ülestõusmisest, ülestõusmises
  • ανάφλεξη στα εσθονικά - põletamine, süttimine, põlemine, süüde, süüte, süttimise, süttimist
  • ανάχωμα στα εσθονικά - küngas, kuhi, madalik, teetamm, kaldapealne, pank, kuhjama, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kasvama, ehitama, kogunema, väärikus, kasvu, kasv, tähtsus, kasvult