Ανάστημα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
будаваць, рост
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάστημα
κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανάστημα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ανάσα στα λευκορωσικά - дыханне, дыханьне, подых
- ανάσταση στα λευκορωσικά - ўваскрасенне, нядзелю, уваскрэсеньне, нядзеля, ўваскрэсеньне
- ανάφλεξη στα λευκορωσικά - запальванне
- ανάχωμα στα λευκορωσικά - банк, бераг, курган, Цюмень
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: будаваць, рост
Μεταφράσεις: будаваць, рост