Ανάστημα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
форма, ръст, ръста, в ръст, ранг
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάστημα
κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανάστημα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ανάσα στα βουλγαρικά - дъх, полъх, подухване, дишане, дишането, дихателен, дихателни, ...
- ανάσταση στα βουλγαρικά - възкресение, възкресението, възкресението на, възкресяване
- ανάφλεξη στα βουλγαρικά - запалване, запалването, възпламеняване, на запалване, за запалване
- ανάχωμα στα βουλγαρικά - банка, могила, купчина, насип, могилата
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: форма, ръст, ръста, в ръст, ранг
Μεταφράσεις: форма, ръст, ръста, в ръст, ранг