Ανάστημα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
edificar, erigir, configuração, estatura, a estatura, stature, altura, porte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάστημα
κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανάστημα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανάσα στα πορτογαλικά - sopro, respiração, suspiro, respirar, a respiração, de respiração, respiratório
- ανάσταση στα πορτογαλικά - ressurreição, da ressurreição, a ressurreição, ressurreição de
- ανάφλεξη στα πορτογαλικά - si, ignição, combustão, se, de ignição, ignição por, da ignição, ...
- ανάχωμα στα πορτογαλικά - pilha, chusma, margem, ruma, montão, banco, multidão, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: edificar, erigir, configuração, estatura, a estatura, stature, altura, porte
Μεταφράσεις: edificar, erigir, configuração, estatura, a estatura, stature, altura, porte