Ανάστημα στα νορβηγικά
Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vekst, ry, vokste, legemshøyde, alder
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάστημα
κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ανάστημα στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ανάσα στα νορβηγικά - åndedrag, ånde, åndedrett, pust, puste, pusting, å puste
- ανάσταση στα νορβηγικά - oppstandelse, oppstandelsen, opstandelse, oppstandelses, oppstandelsens
- ανάφλεξη στα νορβηγικά - forbrenning, tenning, tennings, tenningen, antennelses, antennelse
- ανάχωμα στα νορβηγικά - voll, bank, kai, dynge, haug, demning, bredd, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: vekst, ry, vokste, legemshøyde, alder
Μεταφράσεις: vekst, ry, vokste, legemshøyde, alder