Ανάστημα στα ισλανδικά

Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byggja, hlaða, vexti, vöxt ok afl ok
Ανάστημα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάστημα

κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανάστημα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανάσα στα ισλανδικά - andi, andartak, andardráttur, öndun, anda, öndunarerfiðleikar, öndunarerfiðleikum
  • ανάσταση στα ισλανδικά - upprisa, upprisu, upprisan, til upprisa, upprisa sé
  • ανάφλεξη στα ισλανδικά - brennsla, kviknar, íkveikju, bílnum, kveikju, kveikjurofanum
  • ανάχωμα στα ισλανδικά - bakki, banki, haug, MOUND, hauginn
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: byggja, hlaða, vexti, vöxt ok afl ok