Ανάστημα στα τούρκικα
Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurmak, yapmak, boy, boylu, stature, endamı
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάστημα
κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανάστημα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ανάσα στα τούρκικα - dem, nefes, soluk, solunum, nefes alma, soluma, solunumu
- ανάσταση στα τούρκικα - diriliş, Resurrection, dirilişi, diriltme, yeniden diriliş
- ανάφλεξη στα τούρκικα - ateşleme, kontak, Kontağı, ateşlemeli
- ανάχωμα στα τούρκικα - kıyı, banka, yığın, küme, tümsek, höyük, höyüktür, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kurmak, yapmak, boy, boylu, stature, endamı
Μεταφράσεις: kurmak, yapmak, boy, boylu, stature, endamı