Ανάστημα στα τσεχικά

Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sloh, postavit, stavět, budovat, vybudovat, postava, vzrůst, postavy, vzrůstu, postavu
Ανάστημα στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάστημα

κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας τσεχικά, ανάστημα στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ανάσα στα τσεχικά - závan, dýchání, vánek, dech, dýchací, dýcháním, s dýcháním
  • ανάσταση στα τσεχικά - vzkříšení, zmrtvýchvstání, vzkříšením, mrtvých vstání
  • ανάφλεξη στα τσεχικά - spalování, vznícení, zapálení, zapalování, vzplanutí, hoření, zapalovací
  • ανάχωμα στα τσεχικά - mohyla, sedátko, naklonit, svah, naklánět, kupa, hradba, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: sloh, postavit, stavět, budovat, vybudovat, postava, vzrůst, postavy, vzrůstu, postavu