Ανάστημα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
раст, реноме, углед, угледот, става
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάστημα
κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ανάστημα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ανάσα στα σλαβομακεδονικά - дишење, дишењето, за дишење, со дишењето, на дишење
- ανάσταση στα σλαβομακεδονικά - воскресение, воскресението, воскреснување, воскреснувањето
- ανάφλεξη στα σλαβομακεδονικά - палење, за палење, палењето, на палење, палењето е
- ανάχωμα στα σλαβομακεδονικά - брегот, Могила, тумба, насип, рид, могилата
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: раст, реноме, углед, угледот, става
Μεταφράσεις: раст, реноме, углед, угледот, става