Ανάστημα στα σουηδικά

Μετάφραση: ανάστημα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bygga, uppföra, resning, växten, kroppsstorlek, vuxenhet, kroppsbyggnad
Ανάστημα στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάστημα

κοντό ανάστημα, ανάστημα συνώνυμα, ανάστημα και σωματικό βάρος ελληνοπαίδων, χαμηλό ανάστημα, ανάστημα ετυμολογία, ανάστημα λεξικό γλώσσας σουηδικά, ανάστημα στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ανάσα στα σουηδικά - pust, andning, andas, andnings, andningen, att andas
  • ανάσταση στα σουηδικά - uppståndelse, uppståndelsen, återuppståndelse, återuppståndelsen
  • ανάφλεξη στα σουηδικά - tändning, antändning, tändnings, tändningen, antändnings
  • ανάχωμα στα σουηδικά - vall, kant, bank, strand, högen, mound, kulle, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάστημα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: bygga, uppföra, resning, växten, kroppsstorlek, vuxenhet, kroppsbyggnad