Ιδιωτικός στα δανικά

Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
privat, private, eget, den private, egen
Ιδιωτικός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός

ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας δανικά, ιδιωτικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ιδιοτέλεια στα δανικά - egoisme, selviskhed, selviskheden
  • ιδιοτελής στα δανικά - egennyttig, egen interesse, egoistisk, egennyttigt, egennyttige
  • ιδιόμορφος στα δανικά - ental, ejendommelig, ejendommelige, særegne, mærkelig, særegen
  • ιδιότητα στα δανικά - egenskab, ejendom, hotel, ejendomme, ejendommen
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: privat, private, eget, den private, egen