Ιδιωτικός στα τσεχικά
Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důvěrný, privátní, soukromý, vojín, soukromé, soukromí, v soukromí, soukromého
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός
ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, ιδιωτικός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ιδιοτέλεια στα τσεχικά - egoismus, sobectví, sobeckost, sobeckosti
- ιδιοτελής στα τσεχικά - egoistický, self-, vlastním, s vlastním, vlastní, samostatně výdělečně
- ιδιόμορφος στα τσεχικά - jedinečný, výjimečný, individuální, jednotlivý, unikátní, zvláštní, jednoduchý, ...
- ιδιότητα στα τσεχικά - přívlastek, přičíst, atribut, přičítat, znak, přisuzovat, příznak, ...
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: důvěrný, privátní, soukromý, vojín, soukromé, soukromí, v soukromí, soukromého
Μεταφράσεις: důvěrný, privátní, soukromý, vojín, soukromé, soukromí, v soukromí, soukromého