Ιδιωτικός στα εσθονικά

Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omavaheline, reamees, isiklik, era-, privaatne, erasektori, privaatsõnum, era
Ιδιωτικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός

ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, ιδιωτικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ιδιοτέλεια στα εσθονικά - egoism, isekus, isekuse, isekusest, isekust, isekuses
  • ιδιοτελής στα εσθονικά - isekas, ise, füüsilisest isikust, füüsilisest, enda
  • ιδιόμορφος στα εσθονικά - ainsus, singular, omane, iseäralik, omapärane, kummaline, omapärase
  • ιδιότητα στα εσθονικά - atribuut, omistama, kinnisvara, vara, omandi, pakkumisega, majutuskoht
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: omavaheline, reamees, isiklik, era-, privaatne, erasektori, privaatsõnum, era