Ιδιωτικός στα σουηδικά

Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enskild, privat, menig, privata, eget, egen
Ιδιωτικός στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός

ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, ιδιωτικός στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ιδιοτέλεια στα σουηδικά - själviskhet, egoism, själviskheten, självisk, egoismen
  • ιδιοτελής στα σουηδικά - självisk, egennyttig, egennyttiga, egenintresse, egennyttigt, egna intressen
  • ιδιόμορφος στα σουηδικά - sällsam, egendomlig, egen, besynnerlig, bisarr, säregna, säregen, ...
  • ιδιότητα στα σουηδικά - attribut, egendom, egenskapen, fastighet, fastigheten, egenskap
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: enskild, privat, menig, privata, eget, egen