Ιδιωτικός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
приватна, приватни, приватните, приватниот, приватен
Ιδιωτικός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός

ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ιδιωτικός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ιδιοτέλεια στα σλαβομακεδονικά - себичност, себичноста
  • ιδιοτελής στα σλαβομακεδονικά - само-, самостојно, самоуправа
  • ιδιόμορφος στα σλαβομακεδονικά - чудна, необичен, чудно, карактеристични, посебен
  • ιδιότητα στα σλαβομακεδονικά - сопственост, имот, имотот, на имот, на имотот
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: приватна, приватни, приватните, приватниот, приватен