Ιδιωτικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einka, persónulegur, Private, einkaaðila, einkarekinn
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός
ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ιδιωτικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ιδιοτέλεια στα ισλανδικά - eigingirni, sjálfselska
- ιδιοτελής στα ισλανδικά - sjálf, Sjálfsafgreiðsla, sjálfstætt, Bílastæði, Sjálfsmat
- ιδιόμορφος στα ισλανδικά - eintala, einkennilegur, sérkennileg, sérstök, sérkennilegu, sérstakur
- ιδιότητα στα ισλανδικά - eign, hóteli, hóteli í, hótelinu, gististaður
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: einka, persónulegur, Private, einkaaðila, einkarekinn
Μεταφράσεις: einka, persónulegur, Private, einkaaðila, einkarekinn