Εξασκώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
æfa, starf, æfa sig, starfshætti, framkvæmd
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασκώ
εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εξασκώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εξαρτώμαι στα ισλανδικά - fer, ráðast, háð, treysta, veltur
- εξασθένηση στα ισλανδικά - lækkun, samdráttur, hnignun, lækka, lækkunin
- εξασφαλίζω στα ισλανδικά - ég, I, sem ég, að ég
- εξατμίζομαι στα ισλανδικά - gufu, gufa, vindblær, gufan, vatnsgufa
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: æfa, starf, æfa sig, starfshætti, framkvæmd
Μεταφράσεις: æfa, starf, æfa sig, starfshætti, framkvæmd