Εξασκώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exercício, praticar, prática, práticas, a prática, prática de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασκώ
εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξασκώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εξαρτώμαι στα πορτογαλικά - depender, partida, dependa, dependem, depende, dependerá, dependerão
- εξασθένηση στα πορτογαλικά - declínio, queda, diminuição, redução, descida
- εξασφαλίζω στα πορτογαλικά - ampliação, aliste, I, eu, que eu, que, me
- εξατμίζομαι στα πορτογαλικά - evaporar, evapore, vapor, de vapor, vapor de, vapores, do vapor
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: exercício, praticar, prática, práticas, a prática, prática de
Μεταφράσεις: exercício, praticar, prática, práticas, a prática, prática de