Εξασκώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
практика
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασκώ
εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξασκώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εξαρτώμαι στα ουκρανικά - розраховувати, покладатись, покладатися, залежте, залежати, залежатиме, залежатимуть
- εξασθένηση στα ουκρανικά - зниження, зменшення
- εξασφαλίζω στα ουκρανικά - гарантувати, залучити, залучати, гарантуйте, ручитися, забезпечити, вступати, ...
- εξατμίζομαι στα ουκρανικά - випарюватися, випаровуватися, згущати, випарювати, пар, пара, пару
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: практика
Μεταφράσεις: практика