Εξασκώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
praktika, praktikos, praktiką, patirtis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασκώ
εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εξασκώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εξαρτώμαι στα λιθουανικά - priklausyti, priklauso, priklausys, priklauso nuo, priklausys nuo
- εξασθένηση στα λιθουανικά - žala, mažėjimas, nuosmukis, sumažėjimas, nuosmukį, nuosmukio
- εξασφαλίζω στα λιθουανικά - Aš, I, man, Turiu
- εξατμίζομαι στα λιθουανικά - garai, garų, garo, garams, porų
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: praktika, praktikos, praktiką, patirtis
Μεταφράσεις: praktika, praktikos, praktiką, patirtis