Εξασκώ στα δανικά
Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
øve, praksis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασκώ
εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας δανικά, εξασκώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξαρτώμαι στα δανικά - afhænger, afhænge, afhængige, afhængig, stole
- εξασθένηση στα δανικά - tilbagegang, fald, nedgang, faldet, faldende
- εξασφαλίζω στα δανικά - jeg, I
- εξατμίζομαι στα δανικά - fordampe, damp, dampe, dampen, af dampe, damp-
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: øve, praksis
Μεταφράσεις: øve, praksis