Εξασκώ στα φινλανδικά
Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harjoitella, tapa, harjoittaa, käytäntö, käytännössä, käytännön, käytäntöjen, käytäntöjä
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασκώ
εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εξασκώ στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- εξαρτώμαι στα φινλανδικά - luottaa, riippua, riippuu, riippuvat, riippuvaisia, riippuvainen
- εξασθένηση στα φινλανδικά - haitta, aleneminen, lasku, väheneminen, laskua, laskuun
- εξασφαλίζω στα φινλανδικά - taata, kokeilla, katsoa, varmistua, varmistaa, tarkistaa, värvätä, ...
- εξατμίζομαι στα φινλανδικά - kadota, höyry, höyryn, höyryä, höyry-, höyrynpaine
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: harjoitella, tapa, harjoittaa, käytäntö, käytännössä, käytännön, käytäntöjen, käytäntöjä
Μεταφράσεις: harjoitella, tapa, harjoittaa, käytäntö, käytännössä, käytännön, käytäntöjen, käytäntöjä