Εξασκώ στα ουγγρικά
Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyakorlat, gyakorlatban, gyakorlatot, gyakorlata, gyakorlatnak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασκώ
εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εξασκώ στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εξαρτώμαι στα ουγγρικά - függ, függenek, függnek, függvénye, attól
- εξασθένηση στα ουγγρικά - károsodás, gyengülés, megrongálás, hanyatlás, csökkenése, csökkenés, visszaesés, ...
- εξασφαλίζω στα ουγγρικά - biztosítom, kell tennem ahhoz, tennem ahhoz
- εξατμίζομαι στα ουγγρικά - gőz, gőzt, pára, gőzök, gõz
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: gyakorlat, gyakorlatban, gyakorlatot, gyakorlata, gyakorlatnak
Μεταφράσεις: gyakorlat, gyakorlatban, gyakorlatot, gyakorlata, gyakorlatnak