Εξασκώ στα ισπανικά

Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ejercitar, ejercer, práctica, la práctica, prácticas, práctica de, ejercicio
Εξασκώ στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξασκώ

εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, εξασκώ στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • εξαρτώμαι στα ισπανικά - depender, pender, dependerá, depende, dependerán, dependen
  • εξασθένηση στα ισπανικά - disminución, descenso, declinación, decadencia, declive
  • εξασφαλίζω στα ισπανικά - garantir, afianzar, alistarse, asegurar, me aseguro, me aseguro de, aseguro, ...
  • εξατμίζομαι στα ισπανικά - vapor, de vapor, vapor de, vapores, el vapor
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: ejercitar, ejercer, práctica, la práctica, prácticas, práctica de, ejercicio