Εξασκώ στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
практыка
Εξασκώ στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξασκώ

εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εξασκώ στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εξαρτώμαι στα λευκορωσικά - залежаць, залежыць
  • εξασθένηση στα λευκορωσικά - зніжэнне, паніжэнне, зьніжэньне
  • εξασφαλίζω στα λευκορωσικά - Я
  • εξατμίζομαι στα λευκορωσικά - пар, пара, пару
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: практыка