Εξασκώ στα ρουμανικά
Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
practica, practică, practici, practicii, practicile
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασκώ
εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εξασκώ στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εξαρτώμαι στα ρουμανικά - depinde, depind, depindă, depinde în, depinde de
- εξασθένηση στα ρουμανικά - pagubă, declin, scădere, declinul, declinului, scadere
- εξασφαλίζω στα ρουμανικά - I, am, eu, să
- εξατμίζομαι στα ρουμανικά - abur, vapori, de vapori, vapori de, vaporilor de
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: practica, practică, practici, practicii, practicile
Μεταφράσεις: practica, practică, practici, practicii, practicile