Πιστόλι στα ισλανδικά
Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byssa, byssu, Gun, byssuna, Byssa, byssan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστόλι
πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πιστόλι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πιστοποιώ στα ισλανδικά - votta, sannreynt, staðfesta, staðfesti, að votta
- πιστωτής στα ισλανδικά - lánardrottinn, kröfuhafi, kröfuhafa, lánveitandi, kröfuhafi er
- πιστόνι στα ισλανδικά - stimpla, bullu, bullan, stimpillinn, bulla
- πιστός στα ισλανδικά - tryggur, trú, trúmaður, trúaði, trúaður, trúir
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: byssa, byssu, Gun, byssuna, Byssa, byssan
Μεταφράσεις: byssa, byssu, Gun, byssuna, Byssa, byssan