Πιστόλι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gengiva, colar, espingarda, pistola, revólver, metralhadora, canhão, arma
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστόλι
πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πιστόλι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πιστοποιώ στα πορτογαλικά - ateste, atestar, certificar, certifica, Certifico, certificam
- πιστωτής στα πορτογαλικά - credor, mutuante, credores, credora, do credor
- πιστόνι στα πορτογαλικά - pistão, pistola, êmbolo, de pistão, do pistão, de êmbolo
- πιστός στα πορτογαλικά - fé, leal, fiel, rebaixar, baixar, crente, cristão, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gengiva, colar, espingarda, pistola, revólver, metralhadora, canhão, arma
Μεταφράσεις: gengiva, colar, espingarda, pistola, revólver, metralhadora, canhão, arma