Πιστόλι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стрэльба, пісталет
Πιστόλι στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστόλι

πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πιστόλι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • πιστοποιώ στα λευκορωσικά - сертыфікаваць
  • πιστωτής στα λευκορωσικά - крэдытор, крэдытора, крэдыторам
  • πιστόνι στα λευκορωσικά - поршань, поршень
  • πιστός στα λευκορωσικά - вернік, верыць, веруючы, хто верыць, веруе
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: стрэльба, пісталет