Πιστόλι στα τσεχικά
Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kulovnice, zbraň, puška, dělo, pistole, pistoli, gun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστόλι
πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας τσεχικά, πιστόλι στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- πιστοποιώ στα τσεχικά - legalizovat, potvrdit, osvědčení, osvědčit, vypovídat, atest, svědčit, ...
- πιστωτής στα τσεχικά - věřitel, věřitele, věřitelem, věřiteli
- πιστόνι στα τσεχικά - píst, pístu, pístové, pístní, pístem
- πιστός στα τσεχικά - čestný, poctivý, vroucný, věřící, věrný, oddaný, přesný, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kulovnice, zbraň, puška, dělo, pistole, pistoli, gun
Μεταφράσεις: kulovnice, zbraň, puška, dělo, pistole, pistoli, gun