Πιστόλι στα σουηδικά
Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gevär, kanon, bössa, pistol, gun, pistolen, vapen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστόλι
πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας σουηδικά, πιστόλι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- πιστοποιώ στα σουηδικά - certifiera, intyga, intygar, försäkrar, intygas
- πιστωτής στα σουηδικά - borgenär, borgenären, kreditgivaren, fordringsägare, fordrings
- πιστόνι στα σουηδικά - kolv, kolven, kolvens
- πιστός στα σουηδικά - trogen, lojal, from, andäktig, troende, tror, troendes, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: gevär, kanon, bössa, pistol, gun, pistolen, vapen
Μεταφράσεις: gevär, kanon, bössa, pistol, gun, pistolen, vapen