Πιστόλι στα εσθονικά

Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
püstol, relv, püss, gun, relva, püssi
Πιστόλι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστόλι

πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας εσθονικά, πιστόλι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πιστοποιώ στα εσθονικά - tunnistama, tõendama, kinnitama, kinnitan, tõendan
  • πιστωτής στα εσθονικά - kreeditor, võlausaldaja, krediidiandja, võlausaldajal, võlausaldajale, kreeditori
  • πιστόνι στα εσθονικά - kolb, kolvi, kolbi, kolbmootoriga, kolviga
  • πιστός στα εσθονικά - ustav, lojaalne, vaga, tõetruu, siiras, truu, usklik, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: püstol, relv, püss, gun, relva, püssi