Πιστόλι στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пиштол, пиштолот, пушка, пиштол за, оружје
Πιστόλι στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστόλι

πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πιστόλι στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • πιστοποιώ στα σλαβομακεδονικά - потврдувам, потврди, потврдат, да потврдат, потврдува
  • πιστωτής στα σλαβομακεδονικά - доверителот, доверител, кредиторот, кредитор, давателот
  • πιστόνι στα σλαβομακεδονικά - клипот, клипни, клип, клипен, со клип
  • πιστός στα σλαβομακεδονικά - верник, верникот, верниот, верува
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пиштол, пиштолот, пушка, пиштол за, оружје