Πιστόλι στα ουκρανικά
Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гармата, артилерист, рушниця, обстрілювати, пістолет, пистолет, пістолета
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστόλι
πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πιστόλι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πιστοποιώ στα ουκρανικά - стверджувати, затверджувати, свідчити, засвідчіть, підтверджувати, посвідчити, посвідчувати, ...
- πιστωτής στα ουκρανικά - кредитор
- πιστόνι στα ουκρανικά - пістолети, поршень
- πιστός στα ουκρανικά - скромно, зраджений, побожний, благочестивий, сумлінний, неголосно, щирий, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гармата, артилерист, рушниця, обстрілювати, пістолет, пистолет, пістолета
Μεταφράσεις: гармата, артилерист, рушниця, обстрілювати, пістолет, пистолет, пістолета