Πιστόλι στα ρουμανικά

Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
armă, tun, arma, pistol, pistolul
Πιστόλι στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστόλι

πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας ρουμανικά, πιστόλι στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • πιστοποιώ στα ρουμανικά - certifica, certific, certifice, certifică, să certifice
  • πιστωτής στα ρουμανικά - creditor, creditorului, creditoare, creditorul, de creditor
  • πιστόνι στα ρουμανικά - piston, pistonului, cu piston, de piston, pistonul
  • πιστός στα ρουμανικά - leal, credincios, crede, credinciosului, creștin
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: armă, tun, arma, pistol, pistolul