Αναστέλλω στα σουηδικά
Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ajournera, inhiberar, inhibera, hämma, hämmar, förhindra
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστέλλω
αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας σουηδικά, αναστέλλω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ανασκόπηση στα σουηδικά - översikt, tidskrift, revy, överblick, översyn, recension, omdöme, ...
- αναστάτωση στα σουηδικά - bråk, störningar, avbrott, störning
- αναστατώνω στα σουηδικά - välta, stjälpa, fluster, förvirra
- αναστενάζω στα σουηδικά - suck, sigh, sucka, suckar
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: ajournera, inhiberar, inhibera, hämma, hämmar, förhindra
Μεταφράσεις: ajournera, inhiberar, inhibera, hämma, hämmar, förhindra