Αναστέλλω στα ισπανικά

Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aplazar, suspender, inhibir, inhibir la, inhiben, inhibir el, inhibe
Αναστέλλω στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστέλλω

αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας ισπανικά, αναστέλλω στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ανασκόπηση στα ισπανικά - revisión, crítica, reconocer, repaso, medición, revista, reseña, ...
  • αναστάτωση στα ισπανικά - desorganización, trastorno, ruptura, interrupción, perturbación
  • αναστατώνω στα ισπανικά - volcar, remover, aturdir, poner nervioso, fluster
  • αναστενάζω στα ισπανικά - suspirar, suspiro, suspiro de, suspiro-, suspiró, suspirando
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: aplazar, suspender, inhibir, inhibir la, inhiben, inhibir el, inhibe