Αναστέλλω στα κροατικά
Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raspustiti, zaustaviti, zaključiti, objesiti, lebdjeti, prekinuti, obustaviti, spriječiti, inhibiraju, inhibirati, inhibira, inhibiciju
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστέλλω
αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας κροατικά, αναστέλλω στα κροατικά
Μεταφράσεις
- ανασκόπηση στα κροατικά - preispitati, nadzor, pregled, anketa, pregledni, rasprava, premjeravanje, ...
- αναστάτωση στα κροατικά - vika, poremećaj, galamiti, komešanje, raskid, buka, metež, ...
- αναστατώνω στα κροατικά - smeten, uzrujan, izvrnuti, oboren, uzbuđenje, usplahiriti, komešanje
- αναστενάζω στα κροατικά - uzdisati, uzdah, čeznuti, sigh, uzdahom, uzdahnuti
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: raspustiti, zaustaviti, zaključiti, objesiti, lebdjeti, prekinuti, obustaviti, spriječiti, inhibiraju, inhibirati, inhibira, inhibiciju
Μεταφράσεις: raspustiti, zaustaviti, zaključiti, objesiti, lebdjeti, prekinuti, obustaviti, spriječiti, inhibiraju, inhibirati, inhibira, inhibiciju