Αναστέλλω στα ιταλικά
Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
differire, sospendere, aggiornare, inibire, inibire la, inibisce, inibiscono
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστέλλω
αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναστέλλω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ανασκόπηση στα ιταλικά - controllo, revisione, ricerca, rivista, critica, recensione, ripassare, ...
- αναστάτωση στα ιταλικά - scalpore, trambusto, rottura, interruzione, perturbazione, interruzioni, perturbazioni
- αναστατώνω στα ιταλικά - sconvolgere, agitazione, fluster, agitare
- αναστενάζω στα ιταλικά - sospiro, sospirare, sigh, sospirando, respiro
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: differire, sospendere, aggiornare, inibire, inibire la, inibisce, inibiscono
Μεταφράσεις: differire, sospendere, aggiornare, inibire, inibire la, inibisce, inibiscono