Αναστέλλω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инхибира, инхибират, потиска, инхибиране, инхибиране на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστέλλω
αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αναστέλλω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ανασκόπηση στα βουλγαρικά - инспекция, обзор, преглед, преразглеждане, мнение, прегледа, отзив
- αναστάτωση στα βουλγαρικά - разрив, разпадане, разрушение, прекъсване, смущения
- αναστατώνω στα βουλγαρικά - нервирам, развълнувам, обърканост, тревога, обърквам
- αναστενάζω στα βουλγαρικά - въздишка, въздъхна, въздишката, стон
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инхибира, инхибират, потиска, инхибиране, инхибиране на
Μεταφράσεις: инхибира, инхибират, потиска, инхибиране, инхибиране на