Συνταξιούχος στα αλβανικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dalë në pension, pension, në pension, pensionuar, dalë në pension
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας αλβανικά, συνταξιούχος στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα αλβανικά - kushtetor, kushtetuese, kushtetues, kushtetuese e, kushtetues i
- συνταιριάζω στα αλβανικά - ndeshje, përshtatem, përshtat, përshtaten në, të përshtaten në, përshtatet në
- συνταρακτικός στα αλβανικά - tronditës, tronditëse, shokuese, shokues
- συντελεστής στα αλβανικά - gjeni, faktor, faktori, faktor i, faktori i, element
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: i dalë në pension, pension, në pension, pensionuar, dalë në pension
Μεταφράσεις: i dalë në pension, pension, në pension, pensionuar, dalë në pension