Συνταξιούχος στα σλοβενικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
upokojen, upokojil, upokojeni, upokojenec, upokojena
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, συνταξιούχος στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα σλοβενικά - ústavní, ustavna, ustavno, ustavni, ustavne, ustavnega
- συνταιριάζω στα σλοβενικά - tekma, fit v, prilega, prilegajo v, prilega v, prilegajo
- συνταρακτικός στα σλοβενικά - šokantna, šokantno, šokanten, pretresljivo, šokantne
- συντελεστής στα σλοβενικά - koeficient, faktor, dejavnik, faktorja
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: upokojen, upokojil, upokojeni, upokojenec, upokojena
Μεταφράσεις: upokojen, upokojil, upokojeni, upokojenec, upokojena