Συνταξιούχος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aposentado, aposentou, aposentados, se aposentou, reformado
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνταξιούχος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα πορτογαλικά - constitucional, constitucionais, Constituição
- συνταιριάζω στα πορτογαλικά - combinar, esteira, unir, fósforo, caber em, caber no, encaixar, ...
- συνταρακτικός στα πορτογαλικά - chocante, chocantes, choque, surpreendente, chocando
- συντελεστής στα πορτογαλικά - componente, meio, elemento, corretor, rudimento, fator, fator de, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aposentado, aposentou, aposentados, se aposentou, reformado
Μεταφράσεις: aposentado, aposentou, aposentados, se aposentou, reformado