Συνταξιούχος στα γαλλικά

Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
retraité, rentier, à la retraite, retiré, retraite, la retraite
Συνταξιούχος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος

συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας γαλλικά, συνταξιούχος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • συνταγματικός στα γαλλικά - constitutionnel, constitutionnelle, Constitution, la Constitution, constitutionnelles
  • συνταιριάζω στα γαλλικά - assortir, s'entremettre, concorder, match, partie, couple, paire, ...
  • συνταρακτικός στα γαλλικά - panachage, mélange, malaxage, choquant, choquante, choquantes, choquants, ...
  • συντελεστής στα γαλλικά - courtier, coefficient, gène, facteur, intermédiaire, indice, agent, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: retraité, rentier, à la retraite, retiré, retraite, la retraite