Συνταξιούχος στα εσθονικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pensionär, pensionile jäänud, pensionile, pensionil, pensionäride, pensionärid
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας εσθονικά, συνταξιούχος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα εσθονικά - loomupärane, konstitutsiooniline, üldfüüsiline, põhiseaduslik, põhiseadusliku, põhiseaduslike, põhiseadusest tulenevate
- συνταιριάζω στα εσθονικά - ühitama, tikk, kokku sobima, sobi, mahu, mahtuda, sobituda
- συνταρακτικός στα εσθονικά - sütitav, šokeeriv, šokeerivad, šokeerivat, šokeeriva
- συντελεστής στα εσθονικά - faktor, edasimüüja, kordaja, tegur, teguriks, teguri
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pensionär, pensionile jäänud, pensionile, pensionil, pensionäride, pensionärid
Μεταφράσεις: pensionär, pensionile jäänud, pensionile, pensionil, pensionäride, pensionärid